λάινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(22)
 
(1ba)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάϊνος]], -ΐνη, -ον και [[λαΐνεος]], -έα, -ον (Α) [[λάας]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από λίθο ή από [[μάρμαρο]] («[[πάντη]] γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πέτρινη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]] («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=[[λάϊνος]], -ΐνη, -ον και [[λαΐνεος]], -έα, -ον (Α) [[λάας]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από λίθο ή από [[μάρμαρο]] («[[πάντη]] γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πέτρινη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]] («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λά¯ϊνος, η, ον [[λᾶας]]<br /><b class="num">1.</b> of [[stone]] or [[marble]], Hom., etc.; λάϊνον [[ἕσσο]] χιτῶνα thou hadst put on a [[coat]] of [[stone]], i. e. thou hadst been stoned to [[death]], Il.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[stony]]-hearted, Theocr.
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Greek Monolingual

λάϊνος, -ΐνη, -ον και λαΐνεος, -έα, -ον (Α) λάας
1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαροπάντη γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.).

Middle Liddell

λά¯ϊνος, η, ον λᾶας
1. of stone or marble, Hom., etc.; λάϊνον ἕσσο χιτῶνα thou hadst put on a coat of stone, i. e. thou hadst been stoned to death, Il.
2. metaph. stony-hearted, Theocr.