λυχνοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λυχνοπώλης:''' ου ὁ продавец светильников Arph. | |elrutext='''λυχνοπώλης:''' ου ὁ продавец светильников Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λυχνο-[[πώλης]], ου, ὁ, [[πωλέω]]<br />a [[dealer]] in lamps or lanterns, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dealer in lamps or lanterns, Ar. Eq.739.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λύχνους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de lampes.
Étymologie: λύχνος, πωλέω.
Greek Monolingual
λυχνοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -πώλης (< πωλῶ)].
Greek Monotonic
λυχνοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λύχνους ή φανάρια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λυχνοπώλης: ου ὁ продавец светильников Arph.