μαχαιρίς: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(3) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μᾰχαιρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ бритва Arph., Plut., Luc. | |elrutext='''μᾰχαιρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ бритва Arph., Plut., Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μᾰχαιρίς, ίδος, ἡ, [Dim. of [[μάχαιρα]]<br />a [[rasor]], Ar., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, butcher's
A cleaver, Ar.Eq.412; knife, μικρὰ μ. Plu.Art.19, cf. Luc.Ind.29; dagger, Str.16.4.17; pl., shears, scissors, ὁ κουρεὺς τὰς μ. λαβών Eup.278, cf. Poll.10.140.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ μάχαιρα, ξυράφιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 413· μικρὰ μ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 19, πρβλ. Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πληθ., ὁ κουρεὺς τὰς μαχαιρίδας λαβὼν Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 7.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
rasoir.
Étymologie: μάχαιρα.
Greek Monotonic
μᾰχαιρίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του μάχαιρα, ξυράφι, σε Αριστοφ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχαιρίς: ίδος (ῐδ) ἡ бритва Arph., Plut., Luc.