μῖξις: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῖξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> смешение, смесь, связь (τινος [[καί]] τινος и τινι πρός τι Plat.): ἡ πρὸς τὸ εἰκὸς μ. Plut. некоторое правдоподобие;<br /><b class="num">2)</b> совокупление Her., Plat. etc. | |elrutext='''μῖξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> смешение, смесь, связь (τινος [[καί]] τινος и τινι πρός τι Plat.): ἡ πρὸς τὸ εἰκὸς μ. Plut. некоторое правдоподобие;<br /><b class="num">2)</b> совокупление Her., Plat. etc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μῖξις]], εως, [[μίγνυμι]]<br /><b class="num">I.</b> a mixing, mingling, Plat.; v. [[κρᾶσις]],<br /><b class="num">II.</b> [[intercourse]] with others, esp. [[sexual]] [[intercourse]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 188] ἡ (so richtiger als μίξις), Mischung, Vermischung, bes. fleischliche, Beischlaf; μῖξις τουτέων ἐμφανής ἐστι, Her. 3, 101, ἐπίκοινον τῶν γυναικέων τὴν μῖξιν ποιεῦνται, 4, 172; λύπης τε καὶ ἡδονῆς, Plat. Phil. 47 d, öfter; ἐν τῇ τῶν παίδων μίξει, eheliche Verbindung zur Kinderzeugung, Legg. VI, 773 d; auch μηδεμίαν εἶναι μῖξιν μηδενὶ πρὸς μηδέν, Soph. 260 b; ἡ πρός τινα μ., Plut. Gryll. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μῖξις: -εως, ἡ, τὸ μιγνύειν, ἀναμιγνύειν, Ἐμπεδ. 100, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 260Β· περὶ τῆς διαφορᾶς πρὸς τὸ κρᾶσις, ἴδε ἐν λ. κρᾶσις. II. ἀνάμιξις, σχέσις, συναφὴ μετ’ ἄλλων, ἰδίως ἡ σαρκικὴ μῖξις ἢ ἡ ἐμπορικὴ ἐπιμιξία, Ἡρόδ. 1. 203, κ. ἀλλ.: [γυναικῶν] ἐπίκοινον τὴν μῖξιν ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 4. 172· μ. πρός τινα Πλούτ. 2. 990D· ἐν τῇ τῶν παίδων μίξει, ἐν τῇ μίξει μετὰ γυναικὸς χάριν παιδοποιΐας, Πλάτ. Νόμ. 773D.
Greek Monotonic
μῖξις: -εως, ἡ (μίγνυμι),·
I. ανακάτεμα, ανάμειξη, σε Πλάτ.· βλ. κρᾶσις.
II. συναναστροφή με άλλους, ιδίως σεξουαλική επαφή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μῖξις: εως ἡ
1) смешение, смесь, связь (τινος καί τινος и τινι πρός τι Plat.): ἡ πρὸς τὸ εἰκὸς μ. Plut. некоторое правдоподобие;
2) совокупление Her., Plat. etc.
Middle Liddell
μῖξις, εως, μίγνυμι
I. a mixing, mingling, Plat.; v. κρᾶσις,
II. intercourse with others, esp. sexual intercourse, Hdt.