ὀλιγάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγάνθρωπος:''' малолюдный ([[χώρα]], [[πόλις]] Xen.).
|elrutext='''ὀλῐγάνθρωπος:''' малолюдный ([[χώρα]], [[πόλις]] Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλῐγ-άνθρωπος, ον,<br />[[scant]] of men, Xen.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάνθρωπος Medium diacritics: ὀλιγάνθρωπος Low diacritics: ολιγάνθρωπος Capitals: ΟΛΙΓΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: oligánthrōpos Transliteration B: oliganthrōpos Transliteration C: oliganthropos Beta Code: o)liga/nqrwpos

English (LSJ)

ον,

   A = ὀλίγανδρος, X.Lac.1.1 (Sup.), Oec.4.8, Gal.14.624.

German (Pape)

[Seite 319] = ὀλίγανδρος; Xen. Oee. 4, 8, χώραν; Rep. Lac. 1, 1 ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάνθρωπος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους ἀνθρώπους, Ξεν. Λακ. 1, 1 (ἐν τῷ ὑπέρθ), Οἰκ. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a peu d’hommes, une faible population;
Sp. ὀλιγανθρωπότατος.
Étymologie: ὀλίγος, ἄνθρωπος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγάνθρωπος, -ον)
1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.)
2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην τὴν ὀλιγάνθρωπον», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄνθρωπος (πρβλ. πολυ-άνθρωπος)].

Greek Monotonic

ὀλῐγάνθρωπος: -ον, αυτός που έχει μικρό αριθμό ανθρώπων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγάνθρωπος: малолюдный (χώρα, πόλις Xen.).

Middle Liddell

ὀλῐγ-άνθρωπος, ον,
scant of men, Xen.