ὀνεία: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(3b)
(1ba)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀνεία:''' ἡ (sc. [[δορά]]) ослиная шкура или кожа Babr.
|elrutext='''ὀνεία:''' ἡ (sc. [[δορά]]) ослиная шкура или кожа Babr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[ὀνεία]], (sc. [[δορά]]) ass's [[skin]], fem. of [[ὄνειος]], Babr.
}}
}}

Revision as of 04:40, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.

French (Bailly abrégé)

v. ὄνειος¹.

Greek Monolingual

ὀνεία, ἡ (Α)
βλ. όνειος.

Greek Monotonic

ὀνεία: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα, τομάρι γαιδάρου, θηλ. του ὄνειος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνεία: ἡ (sc. δορά) ослиная шкура или кожа Babr.

Middle Liddell


ὀνεία, (sc. δορά) ass's skin, fem. of ὄνειος, Babr.