βεβάμεν: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβάμεν:''' [ᾰ], συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>βεβήκαμεν</i>, αʹ πληθ. παρακ. του [[βαίνω]]· ομοίως, βεβάναι αντί <i>βεβηκέναι</i>, βεβαώς αντί <i>βεβηκώς</i>.
|lsmtext='''βεβάμεν:''' [ᾰ], συγκεκ. [[τύπος]] αντί <i>βεβήκαμεν</i>, αʹ πληθ. παρακ. του [[βαίνω]]· ομοίως, βεβάναι αντί <i>βεβηκέναι</i>, βεβαώς αντί <i>βεβηκώς</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βεβάμεν]] ep. inf. perf. van [[βαίνω]].
}}
}}

Revision as of 06:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβάμεν Medium diacritics: βεβάμεν Low diacritics: βεβάμεν Capitals: ΒΕΒΑΜΕΝ
Transliteration A: bebámen Transliteration B: bebamen Transliteration C: vevamen Beta Code: beba/men

English (LSJ)

   A v. βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

βεβάμεν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.

French (Bailly abrégé)

inf. pf.2 épq. de βαίνω.

Greek Monotonic

βεβάμεν: [ᾰ], συγκεκ. τύπος αντί βεβήκαμεν, αʹ πληθ. παρακ. του βαίνω· ομοίως, βεβάναι αντί βεβηκέναι, βεβαώς αντί βεβηκώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβάμεν ep. inf. perf. van βαίνω.