γενέτειρα: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γενέτειρα:''' ἡ родительница, мать Pind. | |elrutext='''γενέτειρα:''' ἡ родительница, мать Pind. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γενέτειρα]] -ας, ἡ [~ [[γενετήρ]] moeder. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 10 January 2019
English (LSJ)
fem. of γενετήρ,
A mother, Pi.N.7.2, CIG4132 (Galatia); late Prose, τροφὸς πάντων καὶ γ. ἡ γῆ Artem.1.79; ἀλήθεια γ. Plot.5.8.4. II daughter, Euph.84.4.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, Erzeugerin, Pind. N. 7, 2 u. sp. D. Bei Euphor. frg. 47 die Erzeugte, die Tochter.
Greek (Liddell-Scott)
γενέτειρα: θηλ. τοῦ γενετήρ, μήτηρ, Πίνδ. Ν. 7. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 4132, 4735· πρβλ, γένεσις VIII. II. θυγάτηρ, Εὐφορ. 47, ἴδε Meineke σ. 112.
English (Slater)
γενέτειρα f. adj.
1 birthgiver c. gen. Ἐλείθυια γενέτειρα τέκνων (N. 7.2)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. γενετείρη Euph.20.4; γενέταιρα Gonnoi 169, 170, 171 (todas II a.C.)
1 epít. de diosas y personif. que favorece el nacimiento, creadora de Ilitía γ. τέκνων Pi.N.7.2, de Afrodita IAphrodisias 54.1 (I d.C.), de Ártemis Gonnoi 168 (III a.C.), ll.cc., Νύξ θεῶν γ. Orph.H.3.1, cf. 29.6, τροφὸς πάντων καὶ γ. ἡ γῆ Artem.1.79, cf. Philostr.Im.1.10.3
•madre, progenitora, GVI 786.7 (Galacia II/ III d.C.)
•fig. ἀλήθεια δὲ αὐτοῖς (θεοῖς) γ. καὶ τροφός Plot.5.8.4, en un acertijo (γλῶσσα) γ. τοῦ εἶναι c. ref. al Nilo, Horap.1.21.
2 hija Ἀσώπου γ. de Nemea, Euph.l.c., cf. γενέτης I 4.
Greek Monolingual
η (AM γενέτειρα)
(θηλ. του γενετήρ) η μητέρα
νεοελλ.
η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου
αρχ.
1. δημιουργός («ἀλήθεια γενέτειρα», Πλωτ.)
2. η θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τειρα < γενε-τερ-yα
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρ. γεν- του γίγνομαι].
Russian (Dvoretsky)
γενέτειρα: ἡ родительница, мать Pind.