γληνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
(8)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[γληνοειδής]], -ές) [[γλήνη]]<br />όμοιος με [[γλήνη]], [[κοίλος]] όπως η [[γλήνη]] τών αρθρώσεων.
|mltxt=-ές (Α [[γληνοειδής]], -ές) [[γλήνη]]<br />όμοιος με [[γλήνη]], [[κοίλος]] όπως η [[γλήνη]] τών αρθρώσεων.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γληνοειδής]] -ές [[γλήνη]], [[εἶδος]] concaaf, holrond. Hp. Art. 79.
}}
}}

Revision as of 06:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γληνοειδής Medium diacritics: γληνοειδής Low diacritics: γληνοειδής Capitals: ΓΛΗΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: glēnoeidḗs Transliteration B: glēnoeidēs Transliteration C: glinoeidis Beta Code: glhnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a γλήνη 111, opp. κοτυλοειδής, Hp.Art.79; κοιλότης Gal.UP2.11: ἀποφύσεις Id.2.760.

Greek (Liddell-Scott)

γληνοειδής: -ές, ὅμοιος γλήνῃ (σημασ. ΙΙΙ), Ἱππ. Ἄρθ. 838,

Spanish (DGE)

-ές
medic. de aspecto poco profundo, e.e. semejante a una γλήνη (cf. s.u. II), por op. a κοτυλοειδής Hp.Art.79, γ. κοιλότης cavidad poco profunda Gal.3.132, 149, cf. Pall.in Hp.Fract.72.28, 73.12.

Greek Monolingual

-ές (Α γληνοειδής, -ές) γλήνη
όμοιος με γλήνη, κοίλος όπως η γλήνη τών αρθρώσεων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γληνοειδής -ές γλήνη, εἶδος concaaf, holrond. Hp. Art. 79.