γλίσχρασμα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(8)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[γλίσχρασμα]]) [[γλισχραίνομαι]]<br />παχύρρευστη φυτική [[ουσία]] ή [[παρασκεύασμα]].
|mltxt=το (Α [[γλίσχρασμα]]) [[γλισχραίνομαι]]<br />παχύρρευστη φυτική [[ουσία]] ή [[παρασκεύασμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλίσχρασμα]] -ατος, τό [[γλισχραίνομαι]] kleverigheid. Hp. Acut. 10.
}}
}}

Revision as of 06:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλίσχρασμα Medium diacritics: γλίσχρασμα Low diacritics: γλίσχρασμα Capitals: ΓΛΙΣΧΡΑΣΜΑ
Transliteration A: glíschrasma Transliteration B: glischrasma Transliteration C: glischrasma Beta Code: gli/sxrasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gluten, Hp.Acut.10; thick mucilage, Aret.CA1.9; ἕως γλισχράσματος ἕψειν Dsc.Eup.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

γλίσχρασμα: τό, γλοιῶδες κόλλημα, Ἱππ. Ὀξ. 385.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 substancia espesa o viscosa resultante de la cocción de diversas plantas, gluten de la cebada, Hp.Acut.10, Gal.6.823, de la malva, Aret.CA 1.1.7, τῆλις ... ἑψηθεῖσα ... ἕως γλισχράσματος alholva cocida hasta (obtener) el mucílago Dsc.Eup.1.1.
2 mocos del bebé δακτύλοις ἀποθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖς ῥισὶν γ. Sor.2.6.78.

Greek Monolingual

το (Α γλίσχρασμα) γλισχραίνομαι
παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλίσχρασμα -ατος, τό γλισχραίνομαι kleverigheid. Hp. Acut. 10.