φαινόλη: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(44) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α<br />ο [[φαινόλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φαινόλης]] (<i>ὁ</i>), [[κατά]] τα θηλ. Οι τ. <i>φαίνουλα</i>, <i>παίνουλα</i>, <i>πένουλα</i> έχουν σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>paenula</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαινόλης]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α<br />ο [[φαινόλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[φαινόλης]] (<i>ὁ</i>), [[κατά]] τα θηλ. Οι τ. <i>φαίνουλα</i>, <i>παίνουλα</i>, <i>πένουλα</i> έχουν σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>paenula</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαινόλης]])].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>χημ.</b><br /><b>1.</b> μονοκυκλική οργανική [[ένωση]], υδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου, γνωστή και με τις ονομασίες φαινικό οξύ και [[υδροξυβενζόλιο]], το πρώτο και απλούστερο [[μέλος]] της ευρείας οικογένειας τών φαινολών<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι φαινόλες</i>·[[οικογένεια]] κυκλικών οργανικών ενώσεων της αρωματικής [[σειράς]], τα μόρια τών οποίων περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες ομάδες υδροξυλίου απευθείας ενωμένες με έναν αρωματικό δακτύλιο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ρητίνη]] [[φαινόλης]]-φορμαλδεΰδης»<br />(χημ.-τεχνολ.) [[κατηγορία]] συνθετικών ρητινών που προέρχονται από τη [[συμπύκνωση]] [[φαινόλης]] και φορμαλδεΰδης και βρίσκουν σημαντικές εφαρμογές ως ηλεκτρομονωτικά υλικά για την [[κατασκευή]] χυτών αντικειμένων, ως [[μέσα]] συγκολλήσεων και επικαλύψεων κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>phenol</i> <span style="color: red;"><</span> <i>phen</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ol</i> της χημ. ορολογίας]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 10 January 2019
English (LSJ)
Dor. -όλα, ἡ, = Lat.
A paenula, thick upper garment, cloak, Rhinth.7, cf. φαινόλα· τὸ ὕφασμα, Hsch.; φαίνουλα Edict.Diocl. 19.51 (Megalop.), παίνουλα ib.52, πένουλα ib.51 (Megar.):—but usu. φαινόλης, ου, ὁ, Arr.Epict.4.8.34, Ath.3.97e, Artem.2.3, Poll.7.61, POxy.736.4 (i A. D.).
Greek Monolingual
(I)
και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α
ο φαινόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φαινόλης (ὁ), κατά τα θηλ. Οι τ. φαίνουλα, παίνουλα, πένουλα έχουν σχηματιστεί κατ' επίδραση του λατ. paenula (< φαινόλης)].
(II)
η, Ν
χημ.
1. μονοκυκλική οργανική ένωση, υδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου, γνωστή και με τις ονομασίες φαινικό οξύ και υδροξυβενζόλιο, το πρώτο και απλούστερο μέλος της ευρείας οικογένειας τών φαινολών
2. στον πληθ. οι φαινόλες·οικογένεια κυκλικών οργανικών ενώσεων της αρωματικής σειράς, τα μόρια τών οποίων περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες ομάδες υδροξυλίου απευθείας ενωμένες με έναν αρωματικό δακτύλιο
3. φρ. «ρητίνη φαινόλης-φορμαλδεΰδης»
(χημ.-τεχνολ.) κατηγορία συνθετικών ρητινών που προέρχονται από τη συμπύκνωση φαινόλης και φορμαλδεΰδης και βρίσκουν σημαντικές εφαρμογές ως ηλεκτρομονωτικά υλικά για την κατασκευή χυτών αντικειμένων, ως μέσα συγκολλήσεων και επικαλύψεων κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenol < phen (< φαίνω) + κατάλ. -ol της χημ. ορολογίας].