ταρ: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(40) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />[[σύνδεσμος]] [[εγκλιτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], από <i>τὰ ἄρ</i>, ενώ κατ' άλλους από <i>τ</i>' <i>ἄρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τε</i>/<i>τοί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἄρ</i> επικ. τ. του συμπερασματικού συνδέσμου ἄρα)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />[[σύνδεσμος]] [[εγκλιτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], από <i>τὰ ἄρ</i>, ενώ κατ' άλλους από <i>τ</i>' <i>ἄρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τε</i>/<i>τοί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἄρ</i> επικ. τ. του συμπερασματικού συνδέσμου ἄρα)].<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών αιγάγρων του ασιατικού γένους [[ημίτραγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>tahr</i> <span style="color: red;"><</span> <i>th</i><i>ā</i><i>r</i>, λ. της γλώσσας του Νεπάλ]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 10 January 2019
English (LSJ)
acc. to Hdn.Gr.2.22 an enclit. Conjunction (
A παραπληρωματικὸς σύνδεσμος Trypho in Kenyon Class. Texts p.116), εἴ ταρ, οὔ ταρ, to be read in place of εἴτ' ἄρ', οὔτ' ἄρ', as in Il.1.65,93; there is Ms. authority for ταρ in 1.8, 2.761; in 18.182 one of the editions of Aristarch. had ταρ, the other γαρ, and codd. are divided: Cobet conjectured ταρ for γαρ, Il.10.61 (where his cj. is now confirmed by two codd.), and in other places, Misc.Crit.315:—on the relation between αὖταρ, αὖ, and ταρ, v. A.D.Conj.254.2.
Greek Monolingual
(I)
Α
σύνδεσμος εγκλιτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, από τὰ ἄρ, ενώ κατ' άλλους από τ' ἄρ (< τε/τοί + ἄρ επικ. τ. του συμπερασματικού συνδέσμου ἄρα)].
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών αιγάγρων του ασιατικού γένους ημίτραγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tahr < thār, λ. της γλώσσας του Νεπάλ].