ἀρθρικός: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(1b) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρθρικός]], -ή, -όν) [[άρθρον]]<br />αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (AM [[ἀρθρικός]], -ή, -όν) [[άρθρον]]<br />αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀρθρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που ανήκει στο [[άρθρο]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρθρικός:''' грам. членный, употребляющийся с грамматическим членом. | |elrutext='''ἀρθρικός:''' грам. членный, употребляющийся с грамматическим членом. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (ἄρθρον I)
A of or for the joints, Gal.19.85. II (ἄρθρον II) of, belonging to the article, in Gramm., A.D.Synt.6.5,al. Adv. -ῶς ib.33.6.
German (Pape)
[Seite 350] die Glieder betreffend, Hipp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρικός: -ή, -όν, (ἄρθρον Ι.) ὁ ἀφορῶν τὰ ἄρθρα, ἴδε Γαλην. Λεξ. 442, πιθ. σφάλμα ἀντὶ ἀρθριτικός. ΙΙ. (ἄρθρον ΙΙ.) ἀνήκων εἰς τὸ ἄρθρον, ὅρος γραμμ. , Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. σ. 6. κτλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1medic. relativo a las articulaciones Gal.19.85.
2 gram. relativo al artículo γραφή A.D.Synt.6.5.
II adv. -ῶς como artículo ἀ. νοεῖσθαι A.D.Synt.33.6.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (AM ἀρθρικός, -ή, -όν) άρθρον
αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.
(II)
ἀρθρικός, -ή, -όν (Α)
γραμμ. αυτός που ανήκει στο άρθρο.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθρικός: грам. членный, употребляющийся с грамматическим членом.