ἄργεμα: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
(6)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[ἄργεμα]])<br />[[αρρώστια]] των ματιών, [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[άργεμο]]].———————— <b>(II)</b><br />το [[αργεύω]]<br /><b>1.</b> η [[αργοπορία]]<br /><b>2.</b> η [[ποινή]] αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[ἄργεμα]])<br />[[αρρώστια]] των ματιών, [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[άργεμο]]].<br /><b>(II)</b><br />το [[αργεύω]]<br /><b>1.</b> η [[αργοπορία]]<br /><b>2.</b> η [[ποινή]] αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 345] τό, eigtl. das Weiße, ein Schaden auf der Iris des Auges, Theophr. wie λεύκωμα.

Greek Monolingual

(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο].
(II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.