μαλλωτός: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(24)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλλωτός]], -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [[μαλλός]]<br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]] («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μαλλωτός]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 [[περίπου]] είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλλωτόν</i><br />[[είδος]] μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλλωτός]], -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [[μαλλός]]<br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]] («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μαλλωτός]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 [[περίπου]] είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλλωτόν</i><br />[[είδος]] μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλλωτός Medium diacritics: μαλλωτός Low diacritics: μαλλωτός Capitals: ΜΑΛΛΩΤΟΣ
Transliteration A: mallōtós Transliteration B: mallōtos Transliteration C: mallotos Beta Code: mallwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fleecy, μ. χλαμύδες cloaks lined with wool, Pl.Com.13; δοραί Str.11.2.19; χιτῶνες D.H.7.72, cf. IG22.1120 (iv A. D.), Sammelb.7033.44 (v A. D.):—written μαλλουτός in PMasp.6 ii 65 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μαλλωτός: -ή, -όν, ἔχων μαλλίον, «μαλλιαρός», μ. χλαμὺς Πλάτ. Κωμ. ἐν «ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 4· δοραὶ Στράβ. 499· χιτῶνες Διον. Ἁλ. 7. 72· πρβλ. μηλωτή.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλλωτός, -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) μαλλός
γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 περίπου είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλλωτόν
είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος.