ανακαθιστός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[ανακαθίζω]]<br /><b>1.</b> ανακαθισμένος, [[πλαγιαστός]] με το [[κορμί]] όρθιο και τα πόδια απλωμένα<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[ανακαθιστός]]<br />[[χορός]] με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.
|mltxt=-ή, -ό [[ανακαθίζω]]<br /><b>1.</b> ανακαθισμένος, [[πλαγιαστός]] με το [[κορμί]] όρθιο και τα πόδια απλωμένα<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[ανακαθιστός]]<br />[[χορός]] με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό ανακαθίζω
1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. ως ουσ. ο ανακαθιστός
χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.