ξαντός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(27)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό [[ξαίνω]]<br /><b>1.</b> ξασμένος, λαναρισμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ο [[ξαντός]], <i>το [[ξαντό]]<br />α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για [[επίδεση]] τραυμάτων [[αντί]] για [[γάζα]]<br />β) κουρέλια<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[είδος]] χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.
|mltxt=-ή, -ό [[ξαίνω]]<br /><b>1.</b> ξασμένος, λαναρισμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ξαντός]], <i>το [[ξαντό]]<br />α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για [[επίδεση]] τραυμάτων [[αντί]] για [[γάζα]]<br />β) κουρέλια<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[είδος]] χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.
}}
}}

Revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό ξαίνω
1. ξασμένος, λαναρισμένος
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξαντός, το ξαντό
α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για επίδεση τραυμάτων αντί για γάζα
β) κουρέλια
3. (το ουδ.) είδος χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.