υπουργός: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(44) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η / [[ὑπουργός]], -όν, NMA, θηλ. και [[υπουργίνα]] Ν, και [[ὑποεργός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[κρατικός]] [[λειτουργός]] που διευθύνει [[υπουργείο]] και [[μαζί]] με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την [[κυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b | |mltxt=ο, η / [[ὑπουργός]], -όν, NMA, θηλ. και [[υπουργίνα]] Ν, και [[ὑποεργός]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[κρατικός]] [[λειτουργός]] που διευθύνει [[υπουργείο]] και [[μαζί]] με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την [[κυβέρνηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[υπουργίνα]]<br />α) [[γυναίκα]] [[υπουργός]]<br />β) η [[σύζυγος]] του υπουργού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[εξυπηρέτηση]], που συντελεί να γίνει [[κάτι]] («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βοηθός]], [[υπηρέτης]] (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ [[χάριτος]] ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῡ Θεοῡ», Κύριλλ.<br />β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπουργῶς</i> και δ. γρφ. <i>ὑπούργως</i> Α<br />με [[ευπείθεια]], πειθαρχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>τεχν</i>-<i>ουργός</i>. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. [[υπουργίνα]] (<span style="color: red;"><</span> [[υπουργός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίνα</i> [<b>πρβλ.</b> <i>δικαστ</i>-<i>ίνα</i>]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
ο, η / ὑπουργός, -όν, NMA, θηλ. και υπουργίνα Ν, και ὑποεργός Α
νεοελλ.
1. ανώτατος κρατικός λειτουργός που διευθύνει υπουργείο και μαζί με τους άλλους υπουργούς και τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση
2. το θηλ. η υπουργίνα
α) γυναίκα υπουργός
β) η σύζυγος του υπουργού
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προσφέρει εξυπηρέτηση, που συντελεί να γίνει κάτι («τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ... ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα», Ξεν.)
2. ως ουσ. βοηθός, υπηρέτης (α. «ἔδει Μωϋσέα μὲν θαυμάζειν ὡς νόμου διάκονον καὶ χάριτος ὑπουργὸν... ὑπερθαυμάζειν δὲ τὸν Ἐμμανουὴλ... ὡς υἱὸν ἀληθινὸν τοῡ Θεοῡ», Κύριλλ.
β. «ὑπουργοὶ τῶν οἰκοδόμων», Πολ.).
επίρρ...
ὑπουργῶς και δ. γρφ. ὑπούργως Α
με ευπείθεια, πειθαρχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. τεχν-ουργός. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. υπουργίνα (< υπουργός + κατάλ. -ίνα [πρβλ. δικαστ-ίνα]) μαρτυρείται από το 1845 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].