ελατήριο: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(11)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐλατήριος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται [[κάτι]] σε [[κίνηση]] («το [[ελατήριο]] του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)<br /><b>2.</b> βαθύτερη [[αιτία]], [[κίνητρο]] («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν [[ελατήριο]]» — απότομα και [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που διώχνει ή έχει τη [[δύναμη]] να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρτικός]] (για παρασκευάσματα που βοηθούν την [[κάθαρση]] του πεπτικού συστήματος)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ελατήριο]]<br />α) η [[πικραγγουριά]]<br />β) δραστικό καθαρτικό [[φάρμακο]] από χυμό πικραγγουριάς.
|mltxt=το (AM [[ἐλατήριος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται [[κάτι]] σε [[κίνηση]] («το [[ελατήριο]] του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)<br /><b>2.</b> βαθύτερη [[αιτία]], [[κίνητρο]] («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν [[ελατήριο]]» — απότομα και [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που διώχνει ή έχει τη [[δύναμη]] να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρτικός]] (για παρασκευάσματα που βοηθούν την [[κάθαρση]] του πεπτικού συστήματος)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ελατήριο]]<br />α) η [[πικραγγουριά]]<br />β) δραστικό καθαρτικό [[φάρμακο]] από χυμό πικραγγουριάς.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

το (AM ἐλατήριος, -ον)
νεοελλ.
1. όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται κάτι σε κίνηση («το ελατήριο του ρολογιού, τα ελατήρια της μηχανής»)
2. βαθύτερη αιτία, κίνητρο («τα ελατήρια του εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.»)
3. φρ. «πετάχτηκα, σηκώθηκα σαν ελατήριο» — απότομα και γρήγορα
αρχ.-μσν.
αυτός που διώχνει ή έχει τη δύναμη να διώχνει, να εκδιώκει ή να καταδιώκει κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. καθαρτικός (για παρασκευάσματα που βοηθούν την κάθαρση του πεπτικού συστήματος)
2. το ουδ. ως ουσ. το ελατήριο
α) η πικραγγουριά
β) δραστικό καθαρτικό φάρμακο από χυμό πικραγγουριάς.