Μελαμπόδειος: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(24) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Μελαμπόδειος]], -εία, -ον και Μελαμπόδιος, -ία, -ον, θηλ. και [[Μελαμπόδεια]] (Α) [[Μελάμπους]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[Μελαμπόδεια]]<br />[[ποίημα]] σε [[τρία]] [[τουλάχιστον]] βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις του μάντη Μελάμποδος<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=[[Μελαμπόδειος]], -εία, -ον και Μελαμπόδιος, -ία, -ον, θηλ. και [[Μελαμπόδεια]] (Α) [[Μελάμπους]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[Μελαμπόδεια]]<br />[[ποίημα]] σε [[τρία]] [[τουλάχιστον]] βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις του μάντη Μελάμποδος<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[Μελαμπόδεια]]<br />ετήσια [[εορτή]] που τελούνταν στα Αιγόσθενα της Μεγαρίδας [[προς]] τιμήν του μάντη Μελάμποδος<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μελαμπόδιον]]<br />το ποώδες [[φυτό]] [[ελλέβορος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «μελαμπόδειος [[ἑλλέβορος]]» — το [[φυτό]] μελαμπόδιο. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
Μελαμπόδειος, -εία, -ον και Μελαμπόδιος, -ία, -ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) Μελάμπους
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα
2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδεια
ποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις του μάντη Μελάμποδος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Μελαμπόδεια
ετήσια εορτή που τελούνταν στα Αιγόσθενα της Μεγαρίδας προς τιμήν του μάντη Μελάμποδος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαμπόδιον
το ποώδες φυτό ελλέβορος
5. φρ. «μελαμπόδειος ἑλλέβορος» — το φυτό μελαμπόδιο.