υπόκυκλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(43)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει από [[κάτω]] τροχούς, [[ὑπότροχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ὑπόκυκλον]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπόκυκλα<br />τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κύκλος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἔγκυκλος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει από [[κάτω]] τροχούς, [[ὑπότροχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὑπόκυκλον]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπόκυκλα<br />τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κύκλος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἔγκυκλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει από κάτω τροχούς, ὑπότροχος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόκυκλον
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπόκυκλα
τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κύκλος (πρβλ. ἔγκυκλος)].