ὀνειροπολικός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(29)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνειροπολικός]], -ή, -όν) [[ονειροπόλος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ονειροπόληση]] ή αυτός που αρμόζει στην [[ονειροπόληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ὀνειροπολικόν]]<br />η [[τέχνη]] της πρόβλεψης τών μελλούμενων με την [[ερμηνεία]] τών ονείρων.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνειροπολικός]], -ή, -όν) [[ονειροπόλος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ονειροπόληση]] ή αυτός που αρμόζει στην [[ονειροπόληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὀνειροπολικόν]]<br />η [[τέχνη]] της πρόβλεψης τών μελλούμενων με την [[ερμηνεία]] τών ονείρων.
}}
}}

Revision as of 12:45, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειροπολικός Medium diacritics: ὀνειροπολικός Low diacritics: ονειροπολικός Capitals: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: oneiropolikós Transliteration B: oneiropolikos Transliteration C: oneiropolikos Beta Code: o)neiropoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for dreaming : τὸ ὀ. the art of interpreting dreams, Placit.5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνειροπόλησιν τὸ ὀνειροπολικόν, ἡ τέχνη τοῦ ἑρμηνεύειν ὀνείρους, Πλουτ. 2. 904D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l’art d’interpréter les songes.
Étymologie: ὀνειροπόλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνειροπολικός, -ή, -όν) ονειροπόλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονειροπόληση ή αυτός που αρμόζει στην ονειροπόληση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀνειροπολικόν
η τέχνη της πρόβλεψης τών μελλούμενων με την ερμηνεία τών ονείρων.