θεσμοφόριος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(17)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεσμοφόριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Θεσμοφόριος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στους Ροδίους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[θεσμοφόριον]] ή <i>θεσμοφορεῑον</i><br />[[ναός]] της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα [[θεσμοφόρια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θεσμοφόριον]] [[μέτρον]]» — [[είδος]] δακτυλικού μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφνη</i>-<i>φόριος</i>, <i>ξυλο</i>-<i>φόριος</i>].
|mltxt=[[θεσμοφόριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Θεσμοφόριος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στους Ροδίους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θεσμοφόριον]] ή <i>θεσμοφορεῑον</i><br />[[ναός]] της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα [[θεσμοφόρια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θεσμοφόριον]] [[μέτρον]]» — [[είδος]] δακτυλικού μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφνη</i>-<i>φόριος</i>, <i>ξυλο</i>-<i>φόριος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοφόριος Medium diacritics: θεσμοφόριος Low diacritics: θεσμοφόριος Capitals: ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΟΣ
Transliteration A: thesmophórios Transliteration B: thesmophorios Transliteration C: thesmoforios Beta Code: qesmofo/rios

English (LSJ)

ὁ, demoticon at Memphis, Mitteis Chr. 29.5 (ii B.C.); at Alexandria, Supp.Epigr.2.866.    II (sc. μήν) name of month at Rhodes, IG12(1).3.5; in Crete, GDI5149.58.

Greek Monolingual

θεσμοφόριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Θεσμοφόριος
ονομασία μήνα στους Ροδίους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεσμοφόριον ή θεσμοφορεῑον
ναός της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα θεσμοφόρια
3. φρ. «θεσμοφόριον μέτρον» — είδος δακτυλικού μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -φόριος (< -φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνη-φόριος, ξυλο-φόριος].