μονόκνημος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(25) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[κνήμη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[μονόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[κνήμη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μονόκνημος]]<br />[[ονομασία]] εικόνας του Απελλή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A showing one shin, name of picture by Apelles, Petron.83.
Greek Monolingual
μονόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο κνήμη
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μονόκνημος
ονομασία εικόνας του Απελλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κνήμη.