χιλιόπους: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(46)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[χίλια]] ή, γενικά, [[πολλά]] πόδια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χιλιόπους]]<br />η [[σαρανταποδαρούσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-[[πους]], <i>οκτά</i>-[[πους]]].
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[χίλια]] ή, γενικά, [[πολλά]] πόδια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χιλιόπους]]<br />η [[σαρανταποδαρούσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-[[πους]], <i>οκτά</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 1356] οδος, ὁ, ἡ, neutr. -πουν, tausendfüßig, der Tausendfuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος».

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
αυτός που έχει χίλια ή, γενικά, πολλά πόδια
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ.χιλιόπους
η σαρανταποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δεκά-πους, οκτά-πους].