Μάρων: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
m (Text replacement - "*" to "*") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Μάρων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> όνομα ιερέα από τη Θράκη ο [[οποίος]] έδωσε [[κρασί]] στον Οδυσσέα<br /><b>2.</b> (μετωνυμικά) [[ονομασία]] ενός είδους δυνατού κρασιού<br /><b>3.</b> (ως προσηγορικό) | |mltxt=[[Μάρων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> όνομα ιερέα από τη Θράκη ο [[οποίος]] έδωσε [[κρασί]] στον Οδυσσέα<br /><b>2.</b> (μετωνυμικά) [[ονομασία]] ενός είδους δυνατού κρασιού<br /><b>3.</b> (ως προσηγορικό) ὁ [[μάρων]]<br /><b>πιθ.</b> [[ονομασία]] τρόπου ρίψης τών ζαριών. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:23, 14 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, name of Thracian priest who gave wine to Odysseus, Od.9.197: hence, of a strong wine, Cratin. 135, E.Cyc. 412; perh. also a throw of the dice, cf. Herod.3.25. II μάρων, ονος, ὁ, ἡ, = λευκόψαρος, ὄνοι Hippiatr.14.
Greek (Liddell-Scott)
Μάρων: -ωνος, ὁ δυνατός τις οἶνος, Κρατῖν. παρὰ Πολυδ. ϛʹ, 26, πρβλ. Ὀδ. Ι. 197, Κλέαρχ. 1.
English (Autenrieth)
son of Euanthes, priest of Apollo in Ismarus, Od. 9.197†.
Greek Monolingual
Μάρων, -ωνος, ὁ (Α)
1. όνομα ιερέα από τη Θράκη ο οποίος έδωσε κρασί στον Οδυσσέα
2. (μετωνυμικά) ονομασία ενός είδους δυνατού κρασιού
3. (ως προσηγορικό) ὁ μάρων
πιθ. ονομασία τρόπου ρίψης τών ζαριών.