κροκύφαντος: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(22) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κροκύφαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υφανθεί με [[κρόκη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[κροκύφαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υφανθεί με [[κρόκη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κροκύφαντος]]<br />ο [[κεκρύφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ὑφαντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 14 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ον, (κρόκη, ὑφαίνω)
A woven: as Subst., gloss on κεκρύφαλος, Erot., Eust.1280.59: metaph., network of the human body, in contempt, M.Ant.2.2.
German (Pape)
[Seite 1512] gewebt, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κροκύφαντος: -ον, ὁ, ὁ διὰ κρόκης ὑφαινόμενος, ὡς οὐσ. = κεκρύφαλος, Γαλην. 14. 472, Μ. Ἀντων. 2. 2.
Greek Monolingual
κροκύφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει υφανθεί με κρόκη
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κροκύφαντος
ο κεκρύφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) + ὑφαντός (< ὑφαίνω)].