Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοχύλι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(21)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κογχύλιον]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η [[αχηβάδα]]<br /><b>2.</b> το όστρακο [[κάθε]] δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι [[ὄρεσι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόχλος]], [[σαλιγκάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλιον]] με σίγηση του έρρινου στοιχείου (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόγχη]] &GT; [[κόχη]])].
|mltxt=το (AM [[κογχύλιον]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η [[αχηβάδα]]<br /><b>2.</b> το όστρακο [[κάθε]] δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι [[ὄρεσι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κόχλος]], [[σαλιγκάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κογχύλιον]] με σίγηση του έρρινου στοιχείου (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόγχη]] > [[κόχη]])].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

το (AM κογχύλιον)
1. είδος μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η αχηβάδα
2. το όστρακο κάθε δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι ὄρεσι», Ηρόδ.)
αρχ.
κόχλος, σαλιγκάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλιον με σίγηση του έρρινου στοιχείου (πρβλ. κόγχη > κόχη)].