κουρούνα: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[κουρούνα]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] στρουθιόμορφου πτηνού, η [[κορώνη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γίνομαι]] [[κουρούνα]] στο [[μεθύσι]]» — [[μεθώ]] πολύ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[καμπύλη]] [[άκρη]] του αλετριού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «είπε κι η [[κουρούνα]] κρα» — λέγεται για πολύ συνηθισμένα φαινόμενα που επαναλαβάνονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κορώνα]], με [[κώφωση]] ή πιθ. με [[επίδραση]] της κατάλ. -<i>ούνι</i> / -<i>ούνα</i> και [[αφομοίωση]] (<i>κορούνα</i> &GT; [[κουρούνα]])].<br /><b>(II)</b><br />[[κουρούνα]], ἡ (Μ)<br /><b>1.</b> [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αυλή]] της κουρούνας» — [[βασιλική]] [[αυλή]] <b>(Ασσίζ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> προβηγκ. <i>courouna</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[κουρούνα]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] στρουθιόμορφου πτηνού, η [[κορώνη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γίνομαι]] [[κουρούνα]] στο [[μεθύσι]]» — [[μεθώ]] πολύ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[καμπύλη]] [[άκρη]] του αλετριού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «είπε κι η [[κουρούνα]] κρα» — λέγεται για πολύ συνηθισμένα φαινόμενα που επαναλαβάνονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[κορώνα]], με [[κώφωση]] ή πιθ. με [[επίδραση]] της κατάλ. -<i>ούνι</i> / -<i>ούνα</i> και [[αφομοίωση]] (<i>κορούνα</i> > [[κουρούνα]])].<br /><b>(II)</b><br />[[κουρούνα]], ἡ (Μ)<br /><b>1.</b> [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αυλή]] της κουρούνας» — [[βασιλική]] [[αυλή]] <b>(Ασσίζ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> προβηγκ. <i>courouna</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (Μ κουρούνα)
1. είδος στρουθιόμορφου πτηνού, η κορώνη
2. φρ. «γίνομαι κουρούνα στο μεθύσι» — μεθώ πολύ
νεοελλ.
1. η καμπύλη άκρη του αλετριού
2. παροιμ. «είπε κι η κουρούνα κρα» — λέγεται για πολύ συνηθισμένα φαινόμενα που επαναλαβάνονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορώνα, με κώφωση ή πιθ. με επίδραση της κατάλ. -ούνι / -ούνα και αφομοίωση (κορούνα > κουρούνα)].
(II)
κουρούνα, ἡ (Μ)
1. στέμμα
2. φρ. «αυλή της κουρούνας» — βασιλική αυλή (Ασσίζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. courouna].