μέλλοντας: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μέλλων]])<br />ο [[χρόνος]] του ρήματος που δηλώνει ότι μια [[πράξη]] θα γίνεται επαναληπτικά στο [[μέλλον]] ή θα γίνει μία [[φορά]] ή θα έχει τελειώσει κάποια [[στιγμή]] του μέλλοντος (α. «[[διαρκής]] [ή [[εξακολουθητικός]]] [[μέλλοντας]]» β. «[[στιγμιαίος]] [[μέλλοντας]]» γ. «συντελεσμένος [ή [[τετελεσμένος]]] [[μέλλοντας]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μέλλων]] ( | |mltxt=ο (Α [[μέλλων]])<br />ο [[χρόνος]] του ρήματος που δηλώνει ότι μια [[πράξη]] θα γίνεται επαναληπτικά στο [[μέλλον]] ή θα γίνει μία [[φορά]] ή θα έχει τελειώσει κάποια [[στιγμή]] του μέλλοντος (α. «[[διαρκής]] [ή [[εξακολουθητικός]]] [[μέλλοντας]]» β. «[[στιγμιαίος]] [[μέλλοντας]]» γ. «συντελεσμένος [ή [[τετελεσμένος]]] [[μέλλοντας]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μέλλων]] (> [[μέλλοντας]]) [[είναι]] ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. του ρ. [[μέλλω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 15 January 2019
Greek Monolingual
ο (Α μέλλων)
ο χρόνος του ρήματος που δηλώνει ότι μια πράξη θα γίνεται επαναληπτικά στο μέλλον ή θα γίνει μία φορά ή θα έχει τελειώσει κάποια στιγμή του μέλλοντος (α. «διαρκής [ή εξακολουθητικός] μέλλοντας» β. «στιγμιαίος μέλλοντας» γ. «συντελεσμένος [ή τετελεσμένος] μέλλοντας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μέλλων (> μέλλοντας) είναι ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. του ρ. μέλλω.