γαρίφαλο: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(8)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το<br />Ι. 1. το [[άνθος]] της γαριφαλιάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[γαρίφαλο]] σέ μάρανε» — για κακοντυμένο με [[γαρίφαλο]] στο [[πέτο]]<br />β) «ο [[μόσχος]], το [[γαρίφαλο]] και το μακεδονίσι»<br />II. 1. ο αποξηραμένος [[κάλυκας]] του άνθους του τροπικού φυτού Καρυόφυλλος ο [[αρωματικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μαύρο [[είναι]] το [[γαρίφαλο]] μα πουλιέται με το [[δράμι]]» — για ακριβά πράγματα [[παρά]] τη μη εντυπωσιακή τους [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> [[γαρίφαλο]] του βουνού<br />το [[άνθος]] του φυτού Χιτών ο [[χνοώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(βενετ.)</b> <i>gαrοflο</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>garofulum</i> <span style="color: red;"><</span> <b>ελλ.</b> <i>καρυό</i>-<i>φυλλον</i>. Η [[γραφή]] της λ. με -<i>ι</i>- ([[γαρίφαλο]]) δικαιολογείται ως απλούστερη φωνητική [[γραφή]] της μεταβολής -<i>ο</i>- &GT; -<i>ι</i>-, μια και η νεοελληνική [[λέξη]] προήλθε (ως αντιδάνειο) από μια βενετσιάνικη].
|mltxt=και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το<br />Ι. 1. το [[άνθος]] της γαριφαλιάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[γαρίφαλο]] σέ μάρανε» — για κακοντυμένο με [[γαρίφαλο]] στο [[πέτο]]<br />β) «ο [[μόσχος]], το [[γαρίφαλο]] και το μακεδονίσι»<br />II. 1. ο αποξηραμένος [[κάλυκας]] του άνθους του τροπικού φυτού Καρυόφυλλος ο [[αρωματικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μαύρο [[είναι]] το [[γαρίφαλο]] μα πουλιέται με το [[δράμι]]» — για ακριβά πράγματα [[παρά]] τη μη εντυπωσιακή τους [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> [[γαρίφαλο]] του βουνού<br />το [[άνθος]] του φυτού Χιτών ο [[χνοώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(βενετ.)</b> <i>gαrοflο</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>garofulum</i> <span style="color: red;"><</span> <b>ελλ.</b> <i>καρυό</i>-<i>φυλλον</i>. Η [[γραφή]] της λ. με -<i>ι</i>- ([[γαρίφαλο]]) δικαιολογείται ως απλούστερη φωνητική [[γραφή]] της μεταβολής -<i>ο</i>- > -<i>ι</i>-, μια και η νεοελληνική [[λέξη]] προήλθε (ως αντιδάνειο) από μια βενετσιάνικη].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το
Ι. 1. το άνθος της γαριφαλιάς
2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» — για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο
β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι»
II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας του άνθους του τροπικού φυτού Καρυόφυλλος ο αρωματικός
2. φρ. «μαύρο είναι το γαρίφαλο μα πουλιέται με το δράμι» — για ακριβά πράγματα παρά τη μη εντυπωσιακή τους εμφάνιση
3. γαρίφαλο του βουνού
το άνθος του φυτού Χιτών ο χνοώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαrοflο < λατ. garofulum < ελλ. καρυό-φυλλον. Η γραφή της λ. με -ι- (γαρίφαλο) δικαιολογείται ως απλούστερη φωνητική γραφή της μεταβολής -ο- > -ι-, μια και η νεοελληνική λέξη προήλθε (ως αντιδάνειο) από μια βενετσιάνικη].