άχερδος: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(7) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄχερδος]], ο, η (Α)<br />[[είδος]] άγριας αχλαδιάς, [[αγριαπιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. <i>darδe</i> «[[αχλάδι]]» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, <i>ĝher</i>(<i>s</i>)- «υψώνομαι, [[εξέχω]]», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» | |mltxt=[[ἄχερδος]], ο, η (Α)<br />[[είδος]] άγριας αχλαδιάς, [[αγριαπιδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. <i>darδe</i> «[[αχλάδι]]» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, <i>ĝher</i>(<i>s</i>)- «υψώνομαι, [[εξέχω]]», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια [[αχλαδιά]]»), η οποία δεν [[είναι]] πειστική. Πρόκειται [[μάλλον]] για επιτόπια [[λέξη]] που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο [[αχράς]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
ἄχερδος, ο, η (Α)
είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s)- «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» > «άγρια αχλαδιά»), η οποία δεν είναι πειστική. Πρόκειται μάλλον για επιτόπια λέξη που σχετίζεται πιθ. με το πιο εύχρηστο αχράς].