επαναγωγή: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπαναγωγή]]) [[επανάγω]]<br />[[επαναφορά]], [[αποκατάσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστροφή]], [[επάνοδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αποκατάσταση]] του ανθρώπου («γενόμενος [[ἄνθρωπος]] [ὁ Ἰησούς] ἐπ' ἀναγωγῆ | |mltxt=η (AM [[ἐπαναγωγή]]) [[επανάγω]]<br />[[επαναφορά]], [[αποκατάσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστροφή]], [[επάνοδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αποκατάσταση]] του ανθρώπου («γενόμενος [[ἄνθρωπος]] [ὁ Ἰησούς] ἐπ' ἀναγωγῆ τοῦ ἄνθρωπείου γένους», Ιουστ.)<br /><b>2.</b> [[επίθεση]] με πολεμικά πλοία («διὰ τὴν τῶν Κορινθίων [[οὐκέτι]] ἐπαναγωγήν, διεκρίθησαν ἀπ' [[ἀλλήλων]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έξαρση]], [[ανύψωση]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> [[επιστροφή]] στο κύριο [[θέμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (AM ἐπαναγωγή) επανάγω
επαναφορά, αποκατάσταση
νεοελλ.
επιστροφή, επάνοδος
αρχ.
1. η αποκατάσταση του ανθρώπου («γενόμενος ἄνθρωπος [ὁ Ἰησούς] ἐπ' ἀναγωγῆ τοῦ ἄνθρωπείου γένους», Ιουστ.)
2. επίθεση με πολεμικά πλοία («διὰ τὴν τῶν Κορινθίων οὐκέτι ἐπαναγωγήν, διεκρίθησαν ἀπ' ἀλλήλων», Θουκ.)
3. έξαρση, ανύψωση
4. (ρητ.) επιστροφή στο κύριο θέμα.