ευπορώ: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(15)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω (ΑΜ εὐπορῶ) [[εύπορος]]<br />[[είμαι]] [[εύπορος]], έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[είμαι]] [[ικανός]] να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι [[λέγω]]» — έχω [[πάρα]] [[πολλά]] να πω<br />γ. «τοῡτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την [[απάντηση]])<br /><b>2.</b> έχω, [[μπορώ]] να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῡσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]], διατηρούμαι με [[επιτυχία]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πόλεμος]] εὐπορεῑ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] («εὐπορῶ [[δέκα]] μνᾱς τινι»)<br /><b>4.</b> (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή [[γνώση]] κάποιου θέματος.
|mltxt=-έω (ΑΜ εὐπορῶ) [[εύπορος]]<br />[[είμαι]] [[εύπορος]], έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω τη [[δυνατότητα]], [[είμαι]] [[ικανός]] να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι [[λέγω]]» — έχω [[πάρα]] [[πολλά]] να πω<br />γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την [[απάντηση]])<br /><b>2.</b> έχω, [[μπορώ]] να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῡσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]], διατηρούμαι με [[επιτυχία]] («[[ὅθεν]] ὁ [[πόλεμος]] εὐπορεῑ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παρέχω]], [[χορηγώ]] («εὐπορῶ [[δέκα]] μνᾱς τινι»)<br /><b>4.</b> (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή [[γνώση]] κάποιου θέματος.
}}
}}

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

-έω (ΑΜ εὐπορῶ) εύπορος
είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση
μσν.-αρχ.
1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» — έχω πάρα πολλά να πω
γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την απάντηση)
2. έχω, μπορώ να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῡσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)
αρχ.
1. επιτυγχάνω κάτι
2. διαρκώ, διατηρούμαι με επιτυχίαὅθενπόλεμος εὐπορεῑ», Θουκ.)
3. παρέχω, χορηγώ («εὐπορῶ δέκα μνᾱς τινι»)
4. (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή γνώση κάποιου θέματος.