λόβιο: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(23) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και λοβίο και [[λουβί]], το (Α [[λόβιον]], Μ λοβί[ο]ν και [[λουβί]][ο]ν) [[λοβός]]<br />[[μικρός]] [[λοβός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποδιαίρεση]], [[τμήμα]] ενός λοβού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ηπατικά, [[πνευμονικά]], νεφρικά λόβια» — μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το [[ήπαρ]], τους πνεύμονες ή τους νεφρούς<br /><b>μσν.</b><br />[[φλοιός]], [[περικάρπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] του δέντρου [[σμίλαξ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ [[ἄκρον]] | |mltxt=και λοβίο και [[λουβί]], το (Α [[λόβιον]], Μ λοβί[ο]ν και [[λουβί]][ο]ν) [[λοβός]]<br />[[μικρός]] [[λοβός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποδιαίρεση]], [[τμήμα]] ενός λοβού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ηπατικά, [[πνευμονικά]], νεφρικά λόβια» — μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το [[ήπαρ]], τους πνεύμονες ή τους νεφρούς<br /><b>μσν.</b><br />[[φλοιός]], [[περικάρπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] του δέντρου [[σμίλαξ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ [[ἄκρον]] τοῦ [[ἥπατος]]». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) λοβός
μικρός λοβός
νεοελλ.
1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού
2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» — μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους πνεύμονες ή τους νεφρούς
μσν.
φλοιός, περικάρπιο
αρχ.
1. ο καρπός του δέντρου σμίλαξ
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἄκρον τοῦ ἥπατος».