Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παντοίος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(30)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ<br />ο [[κάθε]] γένους ή ο [[κάθε]] είδους, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]] («παντοίᾳ τέχνῃ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οποιοσδήποτε]], [[καθένας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παντοῑος γίνεται» — παίρνει [[κάθε]] [[μορφή]], δηλ. μεταχειρίζεται [[κάθε]] [[μέσο]], κάνει το [[καθετί]] («παντοῑος γενόμενος [[ὑπὲρ]] τοῡ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντοίως</i> ΝΜΑ<br />με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>οῖος</i><br />(<b>πρβλ.</b> [[αλλοίος]], <i>ποίος</i>, [[τοίος]])].
|mltxt=-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ<br />ο [[κάθε]] γένους ή ο [[κάθε]] είδους, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]] («παντοίᾳ τέχνῃ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οποιοσδήποτε]], [[καθένας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παντοῑος γίνεται» — παίρνει [[κάθε]] [[μορφή]], δηλ. μεταχειρίζεται [[κάθε]] [[μέσο]], κάνει το [[καθετί]] («παντοῑος γενόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντοίως</i> ΝΜΑ<br />με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>οῖος</i><br />(<b>πρβλ.</b> [[αλλοίος]], <i>ποίος</i>, [[τοίος]])].
}}
}}

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ
ο κάθε γένους ή ο κάθε είδους, παντοδαπός, παντοειδής («παντοίᾳ τέχνῃ», Σοφ.)
αρχ.
1. οποιοσδήποτε, καθένας
2. φρ. «παντοῑος γίνεται» — παίρνει κάθε μορφή, δηλ. μεταχειρίζεται κάθε μέσο, κάνει το καθετί («παντοῑος γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», Πλούτ.).
επίρρ...
παντοίως ΝΜΑ
με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επίθημα -οῖος
(πρβλ. αλλοίος, ποίος, τοίος)].