ενθορυβώ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)<br />[[θορυβώ]] πολύ κάποιον, [[καταταράζω]] («μῡς... τοῡτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — [[ένας]] [[ποντικός]] τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).
|mltxt=ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)<br />[[θορυβώ]] πολύ κάποιον, [[καταταράζω]] («μῡς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — [[ένας]] [[ποντικός]] τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).
}}
}}

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)
θορυβώ πολύ κάποιον, καταταράζω («μῡς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — ένας ποντικός τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).