προσαπολύω: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(34) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Μ [[ἀπολύω]]<br />[[ελευθερώνω]] κάποιον από [[κάτι]] [[ακόμη]] ( | |mltxt=Μ [[ἀπολύω]]<br />[[ελευθερώνω]] κάποιον από [[κάτι]] [[ακόμη]] («τοῦτο αὐτὸν πολὺ [[πλέον]] προσαπολύει τῆς διαβολῆς», Βί. Ισοκρ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
A set free besides, αὐτὸν τῆς διαβολῆς Vit.Isoc.p.255 Westermann.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπολύω: ἀπολύω, ἀπαλλάσσω προσέτι, τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς Βίος Ἰσοκρ.
Greek Monolingual
Μ ἀπολύω
ελευθερώνω κάποιον από κάτι ακόμη («τοῦτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς», Βί. Ισοκρ.).