παρεκλύω: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(31) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακουφίζω]] από [[κάτι]] («παρεκλύειν | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακουφίζω]] από [[κάτι]] («παρεκλύειν τοῦ ἐπισπασμοῡ», Σωρ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρεκλύομαι</i><br />απορρίπτομαι ως [[απαράδεκτος]], αποκλείομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλύω]] «[[απελευθερώνω]], [[απολυτρώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
A relieve from, τοῦ ἐπισπασμοῦ Sor.2.11. 2 Pass., to be cut off from, unreceptive of, πρὸς ἅπαντα δι' ὧν ἄμεινον βιώσονται Phld.Herc.1251.18.
Greek Monolingual
Α
1. ανακουφίζω από κάτι («παρεκλύειν τοῦ ἐπισπασμοῡ», Σωρ.)
2. παθ. παρεκλύομαι
απορρίπτομαι ως απαράδεκτος, αποκλείομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκλύω «απελευθερώνω, απολυτρώνω»].