τέτραμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(41)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τρόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] [[τραμ]]- του θ. <i>τρεμ</i>- του ρ. [[τρέμω]] και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό <i>τε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τέ</i>-<i>τανος</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τρόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] [[τραμ]]- του θ. <i>τρεμ</i>- του ρ. [[τρέμω]] και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό <i>τε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τέ</i>-<i>τανος</i>)].
}}
{{FriskDe
|ftr='''τέτραμος''': -[[μαίνω]]<br />{tétramos}<br />'''See also''': s. [[τρέμω]].<br />'''Page''' 2,885
}}
}}

Revision as of 16:00, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέτρᾰμος Medium diacritics: τέτραμος Low diacritics: τέτραμος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΣ
Transliteration A: tétramos Transliteration B: tetramos Transliteration C: tetramos Beta Code: te/tramos

English (LSJ)

ὁ,

   A = τρόμος, Hp.Morb.1.24 (cod. θ), Erot.; cf. τέτρομος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τραμ- του θ. τρεμ- του ρ. τρέμω και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό τε- (πρβλ. τέ-τανος)].

Frisk Etymology German

τέτραμος: -μαίνω
{tétramos}
See also: s. τρέμω.
Page 2,885