предполагать: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προϋπολαμβάνω]], [[διαβουλεύομαι]], [[προσδοκάω]], [[προσδοκέω]], [[καταδοξάζω]], [[ὑπονοέω]], [[διαδοξάζω]], [[κατεικάζω]], [[προεικάζω]], [[ἐπεικάζω]] | |rueltext=[[μαντεύομαι]], [[φρονέω]], [[προϋπολαμβάνω]], [[διαβουλεύομαι]], [[προσδοκάω]], [[προσδοκέω]], [[καταδοξάζω]], [[ὑπονοέω]], [[διαδοξάζω]], [[κατεικάζω]], [[προεικάζω]], [[ἐπεικάζω]], [[ποιέω]], [[ὑποπτεύω]], [[ἀναλογίζομαι]], [[εἰκάζω]], [[προσεικάζω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
μαντεύομαι, φρονέω, προϋπολαμβάνω, διαβουλεύομαι, προσδοκάω, προσδοκέω, καταδοξάζω, ὑπονοέω, διαδοξάζω, κατεικάζω, προεικάζω, ἐπεικάζω, ποιέω, ὑποπτεύω, ἀναλογίζομαι, εἰκάζω, προσεικάζω