оказывать сопротивление: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀντεξίσταμαι]], [[ἀντοφθαλμέω]], [[ἀπαντάω]], [[ἀντιβαίνω]], [[ἀντιόομαι]], [[ἀντιτυπέω]], [[ἀντιστηρίζω]], [[προσαντέχω]], [[ἐναπερείδομαι]], [[ἀντιπράσσω]], [[ἀντιπράττω]], [[ἀντιπρήσσω]], [[ἀντανίστημι]], [[ἀνθίστημι]], [[ἀντίστημι]], [[μένω]], [[ἐξαγκωνίζω]] | |rueltext=[[ἀντερείδω]], [[ὑφίστημι]], [[ἀντεξίσταμαι]], [[ἀντοφθαλμέω]], [[ἀπαντάω]], [[ἀντιβαίνω]], [[ἀντιόομαι]], [[ἀντιτυπέω]], [[ἀντιστηρίζω]], [[προσαντέχω]], [[ἐναπερείδομαι]], [[ἀντιπράσσω]], [[ἀντιπράττω]], [[ἀντιπρήσσω]], [[ἀντανίστημι]], [[ἀνθίστημι]], [[ἀντίστημι]], [[μένω]], [[ἐξαγκωνίζω]], [[ἐπερείδω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀντερείδω, ὑφίστημι, ἀντεξίσταμαι, ἀντοφθαλμέω, ἀπαντάω, ἀντιβαίνω, ἀντιόομαι, ἀντιτυπέω, ἀντιστηρίζω, προσαντέχω, ἐναπερείδομαι, ἀντιπράσσω, ἀντιπράττω, ἀντιπρήσσω, ἀντανίστημι, ἀνθίστημι, ἀντίστημι, μένω, ἐξαγκωνίζω, ἐπερείδω