длительный: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπίμονος]] | |rueltext=[[ἐπίμονος]], [[πολυχρόνιος]], [[ἐπιχρόνιος]], [[παραμόνιμος]], [[παρμόνιμος]], [[παρατατικός]], [[διαρκής]], [[συχνός]], [[κατάμονος]], [[διατελής]], [[χρόνιος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπίμονος, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, παραμόνιμος, παρμόνιμος, παρατατικός, διαρκής, συχνός, κατάμονος, διατελής, χρόνιος