показываться: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(5) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καταφαίνω]] | |rueltext=[[καταφαίνω]] ;; [[ἐπιφαίνω]] ;; [[ἐκφαίνω]] ;; [[ἀναφαίνω]] ;; [[ἀμφαίνω]] ;; [[παραφαίνω]] ;; [[παρφαίνω]] ;; [[ἐμφαίνω]] ;; [[παρεμφαίνω]] ;; [[ὑποφαίνω]] ;; [[ἐπιπρέπω]] ;; [[διαείδομαι]] ;; [[ὀπτάνομαι]] ;; [[ἐπανθέω]] ;; [[προγίγνομαι]] ;; [[προγίνομαι]] ;; [[ὑποδείκνυμι]] ;; [[ἐπισημαίνω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 18 October 2019
Russian > Greek
καταφαίνω ;; ἐπιφαίνω ;; ἐκφαίνω ;; ἀναφαίνω ;; ἀμφαίνω ;; παραφαίνω ;; παρφαίνω ;; ἐμφαίνω ;; παρεμφαίνω ;; ὑποφαίνω ;; ἐπιπρέπω ;; διαείδομαι ;; ὀπτάνομαι ;; ἐπανθέω ;; προγίγνομαι ;; προγίνομαι ;; ὑποδείκνυμι ;; ἐπισημαίνω