ἐπισημαίνω
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
Dor. ἐπισαμαίνω SIG953.31 (Calymna, ii B.C.):—
A mark, γράμματα Aen. Tact.31.3 (Med.):—Med., seal, μαρτυρίας τᾷ δαμοσίᾳ σφραγῖδι SIG l.c.:—Pass., to have a mark set on one, κἀπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαός E.Ion1593.
2. of a disease, τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν the seizure of his extremities set a mark upon him, Th.2.49:—Pass., ἢν ἅπαξ ἐπισημανθῇ if once he has the mark of the disease upon him, Hp.Morb.Sacr.8.
b. indicate as a symptom, πολλὰ τοῦ νοσώδους Philostr.Gym.30: as a weather-sign, αὐχμούς Id.Her.2.9:—Pass., show symptoms of disease, Gal.14.661.
II. indicate, c. acc. et inf., ὁ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι X.HG4.7.2.
III. intr., give signs, appear as a symptom in a case, Hp.Epid.1.18; ἄρθρον ἐ. συντεταμένον Id.Art.30; of puberty, show itself, Arist.GA727a8, 728b24; of weather-signs, indicate a change of weather, Thphr. Sign. 10, etc.; of omens, τῷ Ῥώμῳ γῦπες ἐ. ἕξ D.H.1.86, etc.; εἰς τὸ δημόσιον Paus.3.12.7; of the gods, δαιμόνιον αὐτοῖς ἐ. D.S.19.103, cf. 5.3, Plu. Num.22, Sull.14: impers., ἐπισημαίνει = symptoms appear, Arist.HA 572b32; ἐ. περὶ τοὺς μαστούς Id.GA728b29.
IV. Med. (pf. Med. in act. sense, Phld.Mus.p.82 K., Ir.p.5 W., aor. Pass., Id.Rh.1.58S., al.), assign as a distinguishing mark, μίαν τινὰ φύσιν Pl.Phlb. 25a, cf. Plt.258c; distinguish, τί βούλομαι Id.Lg.744a; ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Id.Grg.526b: abs., D.S.13.28; τοσοῦτον ἐπισημηναμένους having added so much by way of explanation, Gal.17(1).800.
2. signify, indicate, ὃ.. Ὅμηρος ἐπες. Pl.Lg.681e; ἐ. ἐν τοῖς ὅρκοις ὅτι "οὐκ ἀδικήσω" Arist.Pol.1310a11; τῷ μειδιάματι.. τὴν διαμαρτίαν Luc.Laps.1; remark, "ὀρθῶς" Thphr. Char.2.4.
3. set one's name and seal to a thing (in token of approbation), ἐπισημαίνεσθαι τὰς εὐθύνας D.18.250: generally, applaud, signify approval, Isoc.12. 2, Aeschin.2.49, Men.Phasm.Fr.I, etc.: rarely in bad sense, disapprove, M.Ant.6.20, App.BC5.15; of a historian, Plb.2.61.1.
4. distinguish by reward or punishments, ἐπισημαίνεσθαί τινα δώροις Id.6.39.6; τοὺς μὲν χάρισι, τοὺς δὲ κολάσεσιν Id.Fr.148; τὰ καλὰ τῶν ἔργων OGI116.13 (Delos, ii B.C.), cf. 51.12 (Ptolemais, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 977] 1) darüber ein Zeichen machen, bezeichnen, wie γράμματα ἐπισεσημασμένα, mit darüberstehenden Punkten bezeichnet, Aen. Tact. 31; übh. bezeichnen, κἀπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαός Eur. Ion 1593; von der Gottheit, eine Vorbedeutung geben, durch ein Anzeichen ihren Willen zu erkennen geben, ὁ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι Xen. Hell. 4, 7, 2; Plut. Num. 22 Demetr. 12; D. Sic. 19, 103. Auch in der Bdtg des med. loben, Pol. 9, 9. – Med. sich Etwas bezeichnen, mit einem Zeichen versehen, ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. Gorg. 526 b; Phil. 25 a; sich vorzeichnen, Legg. V, 744 a; übh. bemerklich machen, andeuten, III, 681 b; Sp., τῷ μειδιάματι ἐπισημηνάμενος τῆς γλώσσης τὴν διαμαρτίαν Luc. pro laps. 1; τὰς εὐθύνας, sie untersiegeln, zum Zeichen, daß man sie für richtig anerkennt, Dem. 18, 250; durch ein Zeichen seinen Beifall zu erkennen geben, loben, καὶ θορυβεῖν Isocr. 12, 2; ἐπισημαινόμενον τὸν δῆμον καὶ δεδεγμένον τοὺς παρ' ἐμοῦ λόγους Aesch. 2, 49; πάντων τὸ ῥηθὲν ἐπισημηναμένων Pol. 3, 111, 3, öfter, wie a. Sp., κρότῳ μεγάλῳ τὸ γεγονός D. Sic. 17, 106; δώροις τινά, Einen durch Geschenke auszeichnen, belohnen, Pol. 6, 39, 6; seltener durch Tadel auszeichnen, tadeln, App. B. C. 5, 15; D. Sic. 13, 27. – 2) intr., sich bemerklich machen, sich zeigen, bes. von Witterungs- u. Krankheitsvorzeichen, eintreten, τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις τοῦ λοιμοῦ ἐπεσήμαινε Thuc. 2, 50; Hippocr.; öfter bei Arist., τὰ περὶ τοὺς μαστούς, τὰ ἐπιμήνια u. ä., gener. anim. 1, 19. 20 H. A. 7, 3; σεισμὸς ἐφ' ἓν καὶ ἐπὶ δύο ἔτη ἐπισημαίνει κατὰ τοὺς αὐτοὺς τόπους Meteorl. 2, 8; τῷ Ῥώμῳ ἐπισημαίνουσι γῦπες ἕξ D. H. 1, 86. 87.
French (Bailly abrégé)
1 tr. indiquer par un signe, signifier ; en parl. des dieux faire comprendre sa volonté par un signe;
2 intr. se manifester, se montrer;
Moy. ἐπισημαίνομαι;
1 imprimer sa marque sur, marquer de son sceau, acc.;
2 fig. exprimer par un signe, signifier, faire comprendre;
3 marquer son sentiment, signifier sa volonté ; en b. part approuver, louer, acc..
Étymologie: ἐπί, σημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισημαίνω:
1 тж. med. ставить знак, отмечать, обозначать: τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις ἐπεσήμαινεν Thuc. поражение конечностей было признаком (перенесенной болезни); ἐπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαὸς ὄνομ᾽ ἐπώνυμος Eur. этот народ будет носить его (Ахея) имя; ἐπισημαίνεσθαί τινι ἓν εἶδος Plat. обозначить что-л. как один вид; ἐπισημηνάμενος, ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. указав, считает ли он его излечимым, или нет;
2 (тж. ἐ. τὸ θεῖον Plut.) давать знак, посылать знамение (τινί Xen., Plut., Diod.);
3 указывать, давать указание, заявлять (ἐπισημαίνει ὁ Πυθαγόρας, ὅτι … Plut.);
4 med. снабжать своей подписью или печатью, т. е. одобрять (τὰς εὐθύνας Dem.);
5 med. одобрять, хвалить (τινα и τι Polyb.; τοὺς παρά τινος λόγους Aeschin.): τοὺς ἀκούοντας ἐ. καὶ θορυβεῖν ἀναγκάζειν Isocr. вызывать у слушателей шумное одобрение;
6 med. отмечать, отличать, награждать (τῶν πολιτῶν τινας δώροις Polyb.);
7 показывать, отмечать (τὴν ἀρχήν τινος Arst.; med. τῆς γλώττης τὴν διαμαρτίαν τῷ μειδιάματι Luc.);
8 med. клеймить, порицать (τινα Diod.; τὰς παρανόμους τῶν πράξεων Polyb.);
9 показываться, обнаруживаться (τοῖς θήλεσι τὰ καταμήνια ἐπισημαίνει ἐν τῇ αὐτῇ ἡλικίᾳ Arst.): ἐὰν μέλιτος ἀφθονία ἐπισημαίνῃ Arst. когда мед появляется в изобилии; impers. ἐπισημαίνει Arst. появляются признаки, обнаруживается.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισημαίνω: ἀφίνω σημεῖον, ἐπὶ νόσου, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν, ἡ κατάληψις ὅμως τῶν ἄκρων ὑπὸ τῆς νόσου κατέλειπεν εἰς τὸν νοσήσαντα σημεῖόν τι ὅτι ὑπέστη ταύτην τὴν νόσον, Θουκ. 2. 49· οὕτως ἐν τῷ Παθ., ἢν ἅπαξ ἐπισημανθῇ, ἂν ἅπαξ λάβῃ τὸ σημεῖον τῆς νόσου, Ἱππ. 306. 17· πρβλ. ἐπίσημος: - μετ’ ἀπαρ., ὁ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι, ἔδωκε χρησμὸν διὰ σημείων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 2: - Παθ., κἀπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαός, καὶ θὰ διακρίνηται (ὁ λαὸς τῆς Ἀχαΐας) ὡς φέρων τὸ ὄνομα αὐτοῦ (τοῦ Ἀχαιοῦ δηλ.), Εὐρ. Ἴων 1593. ΙΙ. δεικνύω, δηλῶ, ἐπ. κακῷ τὴν παρανομίαν Πλουτ. Νουμ. 22. ΙΙΙ. ἀμεταβ., δίδω σημεῖα, φαίνομαι ὡς σύμπτωμα ἔν τινι νόσῳ, τοῖσι μὲν οὖν καυσώδεσιν ἀρχομένοισιν ἐπεσήμαινεν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 954· ἄρθρον ἐπ. συντεταμένον ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797, πρβλ. Foës. Οἰκον.: - ἐπὶ τῆς ἥβης, τῆς ἡβικῆς ἡλικίας ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, ἀναφαίνομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 11., 1. 20, 14: - ἐπὶ τοῦ καιροῦ, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 10· ἐπὶ οἰωνῶν, τῷ Ρώμῳ γῦπες ἐπ. ἓξ Διον. Ἁλ. 1. 86, κτλ.· εἰς τὸ δημόσιον Παυσ. 3. 12, 6· ἐπὶ τῶν θεῶν, δαιμόνιον αὐτοῖς ἐπ. Διόδ. 19. 103, πρβλ. 5. 3, Πλουτ. Σύλλ. 14: - ἀπροσ., ἐπισημαίνει, συμπτώματα παρουσιάζονται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 3., 6. 18, 19, π. Ζ. Γεν. 1. 20, 15 κ. ἀλλ. ΙV. Μέσ., διακρίνω, μίαν ἐπισημαίνεσθαί τινα φύσιν Πλάτ. Φίληβ. 25Α, πρβλ. Πολιτικ. 258C· ἐπισημηνάμενος ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι ὁ αὐτ. Γοργ. 526Β. 2) σημαίνω, δεικνύω, φανερώνω, τί βούλομαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744Α· ὅ... καὶ Ὅμηρος ἐπεσημήνατο αὐτόθι 681Ε· ἐπ. ἐν τοῖς ὅρκοις ὅτι ‘οὐκ ἀδικήσω’ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 9, 11· οὐδ’ ὅσον ἄκρῳ τῷ μειδιάματι ἐπισημηνάμενος τῆς γλώσσης τὴν διαμαρτίαν Λουκ. ὑπὲρ τοῦ Πταίσμ. 1. 3) βάλλω τὸ ὄνομά μου καὶ τὴν σφραγῖδά μου εἴς τι (ὡς σημεῖον ἐγκρίσεως), ἐπισημαίνεσθαι τὰς εὐθύνας Δημ. 310. 21· καθόλου, ἐπικροτῶ, δηλῶ ἐπιδοκιμασίαν, ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, Ἰσοκρ. 233Β, Αἰσχίν. 34. 26, Μένανδ. ἐν «Φάσματι» 1, κτλ.: - σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀποδοκιμάζω, Διόδ. 13. 28, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5, πρβλ. Πολύβ. 2. 61, 1. 4) διακρίνω δι’ ἀμοιβῆς ἢ ποινῆς, ἐπισημαίνεσθαί τινα δώροις Πολύβ. 6. 39, 6· κολάσεσιν ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ., ὅστις γράφει: «ἐπισημήνασθαι, βεβαιῶσαι. ‘ἐπισημηναμένων δὲ τῶν ἐκ τῆς Ἑλλάδος πρεσβευτῶν’ ἀντὶ τοῦ κυρωσάντων. καὶ Πολύβιος, ‘τίς γὰρ οὐκ ἂν ἐπισημήναιτο’, ἀντὶ τοῦ ἐκπλαγείη, θαυμάσειεν». καὶ αὖθις, ‘τοὺς μὲν χάρισι τοὺς δὲ κολάσεσιν, ὡς καὶ τοῖς ἄλλοις παράδειγμα εἶεν ἐπισημαίνεσθαι’».
Greek Monolingual
(AM ἐπισημαίνω)
νεοελλ.
1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, το μαρκάρω για να μπορώ να το αναγνωρίζω
2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση
3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως σημεία αναγνώρισης
αρχ.
1. (για αρρώστια) γίνομαι φανερός, παρουσιάζομαι ως σύμπτωμα, αφήνω σημάδι σε κάποιον
2. σημαδεύω, σημειώνω, βάζω σημάδι κάπου
3. (με απρμφ.) (για θεότητα) δίνω σημάδι, γνωστοποιώ τη θέλησή μου («ὁ δὲ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι», Ξεν.)
4. (μτβ.) παρουσιάζω συμπτώματα
5. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω («ἔφασαν ἐπισημαίνειν τὸ δαιμόνιον, μεγάλῳ τινὶ καὶ κοινῷ κακῷ τὴν γεγενημένην παρανομίαν καὶ ἀσέβειαν ἐπεξερχόμενον», Πλούτ.)
6. μέσ. ἐπισημαίνομαι
α) σφραγίζω
β) (για ιστορικούς συγγραφείς) χαρακτηρίζω εμφανώς, τονίζω με έμφαση
γ) διακρίνω
δ) βάζω το όνομα και τη σφραγίδα μου ως σημάδι εγκρίσεως, υπογράφω
ε) επικροτώ, επιδοκιμάζω («καὶ τοὺς ἀκούοντας ἐπισημαίνεσθαι», Ισοκρ.)
στ) (με κακή σημ.) αποδοκιμάζω
ζ) τιμώ κάποιον («ὅ τε στρατηγὸς ἐπισημαίνεται δώροις», Πολ.)
7. παθ. ονομάζομαι με το όνομα άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σημαίνω ή, λιγότερο πιθανό, απ’ ευθείας από τη λ. το επίσημα].
Greek Monotonic
ἐπισημαίνω: μέλ. -ᾰνῶ,
I. αφήνω σημάδι πάνω σε κάποιον, λέγεται για ασθένεια, νόσο, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., σημαδεύομαι, σε Ευρ.
II. υποδεικνύω, δηλώνω, σε Πλούτ.
III. 1. Μέσ., δηλώνω για τον εαυτό μου, σημαίνω, δείχνω, μαρτυρώ, φανερώνω, σε Πλάτ.
2. βάζω, θέτω την σφραγίδα μου σε κάτι, εγκρίνω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, σε Δημ., Αισχίν.
Middle Liddell
fut. ᾰνῶ
I. to set a mark upon a person, of a disease, Thuc., Xen.: Pass. to have a mark set on one, Eur.
II. to indicate, Plut.
III. Mid. to mark for oneself, signify, indicate, Plat.
2. to set one's seal to a thing, approve it, Dem., Aeschin.