привычный: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(5)
 
(ru-m-18-oct)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ὁμοδίαιτος]], [[εἰωθώς]], [[συνήθης]], [[ἠθάς]], [[ἐθικός]], [[ἐθιστός]], [[χειροήθης]]
|rueltext=[[ὁμοδίαιτος]] ;; [[εἰωθώς]] ;; [[συνήθης]] ;; [[ἠθάς]] ;; [[ἐθικός]] ;; [[ἐθιστός]] ;; [[χειροήθης]] ;; [[σύντροφος]]
}}
}}

Revision as of 17:55, 18 October 2019

Russian > Greek

ὁμοδίαιτος ;; εἰωθώς ;; συνήθης ;; ἠθάς ;; ἐθικός ;; ἐθιστός ;; χειροήθης ;; σύντροφος