ἐθικός

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθικός Medium diacritics: ἐθικός Low diacritics: εθικός Capitals: ΕΘΙΚΟΣ
Transliteration A: ethikós Transliteration B: ethikos Transliteration C: ethikos Beta Code: e)qiko/s

English (LSJ)

ἐθική, ἐθικόν, arising from habit, ἀρεταί Plu.2.3a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 derivado de la costumbre καὶ τὰς ἠθικὰς ἀρετὰς ἐθικὰς ἄν τις λέγῃ y si uno llamara a las virtudes propias del carácter virtudes derivadas de la costumbre Plu.2.3a, cf. Eust.538.31, (στέρησις) op. φυσικός Simp.in Cat.395.10, τὴν ἠθικὴν ἐθικὴν εἶναι Stob.2.7.13.
2 adv. -ῶς como algo habitual, consuetudinario τὸ κεχρίσθαι ἐ. τέθεικε Cyr.Al. en Cat.Eu.Io.6.27.

German (Pape)

[Seite 720] gewöhnlich, Plut. educ. lib. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habituel.
Étymologie: ἔθος.

Russian (Dvoretsky)

ἐθικός: привычный, являющийся результатом навыка (ἠθικὰς ἀρετὰς ἐθικὰς λέγειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐθικός: -ή, -όν, ὁ ἐξ ἔθους προερχόμενος, καὶ τὰς ἠθικὰς ἀρετὰς ἐθικὰς ἄν τις λέγῃ, οὐκ ἄν τι πλημμελεῖν δόξειεν Πλούτ. 2. 3Α.

Greek Monolingual

ἐθικός, -ή, -όν (Α) έθος
αυτός που αποκτάται από συνήθεια.