непримиримый: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἄμικτος]] | |rueltext=[[ἄμικτος]], [[ἀσυνάλλακτος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἀδιάλλακτος]], [[ἀκατάλλακτος]], [[ἄσπειστος]], [[ἀσύμβατος]], [[ἀξύμβατος]], [[ἀσυνάρμοστος]], [[δυσμείλικτος]], [[δυσκατάλλακτος]], [[δυσδιάλυτος]], [[ἀνήκεστος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 18 October 2019
Russian > Greek
ἄμικτος, ἀσυνάλλακτος, ἀκήρυκτος, ἀδιάλλακτος, ἀκατάλλακτος, ἄσπειστος, ἀσύμβατος, ἀξύμβατος, ἀσυνάρμοστος, δυσμείλικτος, δυσκατάλλακτος, δυσδιάλυτος, ἀνήκεστος