присуждать: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(ru-m-18-oct)
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[κατακηρύσσω]] ;; [[κατακηρύττω]] ;; [[κατακρίνω]] ;; [[προσκρίνω]] ;; [[ἐπιδικάζω]] ;; [[προσκαταγιγνώσκω]] ;; [[νέμω]] ;; [[δικάζω]] ;; [[ἰθύνω]]
|rueltext=[[κατακηρύσσω]], [[κατακηρύττω]], [[κατακρίνω]], [[προσκρίνω]], [[ἐπιδικάζω]], [[προσκαταγιγνώσκω]], [[νέμω]], [[δικάζω]], [[ἰθύνω]]
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 18 October 2019