αφιδρύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(7)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀφιδρύομαι (Α) [[ιδρύομαι]]<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]], [[ανεγείρω]] αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο [[πρότυπο]].
|mltxt=[[ἀφιδρύομαι]] (Α) [[ιδρύομαι]]<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]], [[ανεγείρω]] αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο [[πρότυπο]].
}}
}}

Latest revision as of 15:41, 6 June 2020

Greek Monolingual

ἀφιδρύομαι (Α) ιδρύομαι
1. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο
2. κατασκευάζω, ανεγείρω αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο πρότυπο.